- μελαναυγής
- μελαναυγής, -ές (ΑM)αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν-αυγής, πυρ-αυγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελαναυγεῖ — μελαναυγής dark gleaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μελαναυγής dark gleaming masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαναυγεῖς — μελαναυγής dark gleaming masc/fem acc pl μελαναυγής dark gleaming masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαναυγέα — μελαναυγής dark gleaming neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μελαναυγής dark gleaming masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαναυγοῦς — μελαναυγής dark gleaming masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek